τεφροδόχος

τεφροδόχος
η, Ν
1. χώρος κάτω από την εστία ή τη θερμάστρα στον οποίο πέφτει η τέφρα
2. τεφροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεφροδόχος — η 1. χώρος κάτω από τη σκάρα όπου συγκεντρώνεται η στάχτη (θερμάστρας, τζακιού κτλ.). 2. τεφροδοχείο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • άγγος — ἄγγος ( εος), το (Α) 1. δοχείο για υγρά (κρασί, γάλα), κάδος για το πάτημα των σταφυλιών, σταμνί και κουβάς για νερό, ποτήρι 2. δοχείο για στερεά, κιβώτιο για τροφές, για ενδύματα 3. υδρία όπου τοποθετούσαν την τέφρα τού νεκρού, τεφροδόχος,… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • κάλπις — κάλπις, ιδος, ἡ (Α) 1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί 2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους 3. κάλπη* 4. είδος ποτηριού 5. μυροδόχο αγγείο 6. Παναθηναϊκό αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • κρωσσός — κρωσσός, ὁ (Α) 1. υδροφόρο αγγείο, στάμνα, υδρία, λαγήνα («ὁ κοῡρος ἐπεῑχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσὸν βάψαι ἐπειγόμενος», Θεόκρ.) 2. τεφροδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεσογειακό δάνειο. Κατ άλλους είναι δάνεια λ. γερμανικής ή… …   Dictionary of Greek

  • λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …   Dictionary of Greek

  • νεκροθήκη — η (Α νεκροθήκη) νεοελλ. 1. θήκη για εναπόθεση νεκρών, σαρκοφάγος 2. θήκη για εναπόθεση οστών, οστεοθήκη, λειψανοθήκη 3. φέρετρο αρχ. υδρία, αγγείο όπου τοποθετούσαν τη σποδό τών νεκρών, τεφροδόχος κάλπη …   Dictionary of Greek

  • τεύχος — το / τεῡχος, ους, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μέρος συγγράμματος, συνήθως πολύτομου, που κυκλοφορεί περιοδικά και που μετά τη συμπλήρωση τού καθορισμένου αριθμού εκδόσεων συγκροτείται σε τόμους («κυκλοφόρησε το 2ο τεύχος τού 55ου τόμου τής εγκυκλοπαίδειας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”